Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Γιατί συνάδελφοι συνδικαλιστές της Αλλαγής γράφετε ως αππωμένα μειράκια;;

α ) "Οι κυβερνώντες θέλουν να αλλοιώσουν τη σχολική ιστορία"
από πού βγάλατε αυτό το συμπέρασμα;
β) "γιατί έχει στοιχεία σωβινιστικά"
Μείζον Ελληνικό Λεξικό σωβινισμός: "εξύμνηση κάθε όψης της εθνικής ζωής
και η υποτίμηση και καταπολέμηση κάθε ξένου στοιχείου."
γ) Ποιος από τους "κυβερνώντες" κάλεσε τους μαθητές να περάσουν στα κατεχόμενα;;
δ) Προτιμάτε τους πολιτικοποιημένους νέους ή τους χούλιγκαν νέους;
ε) Στον καταρτισμό νέων αναλυτικών συμμετέχουν και εκπαιδευτικοί
στ) "πίστη και σεβασμό στο σύνταγμα " το οποίο προβλέπει δύο επίσημες γλώσσες ελληνική και τουρκική και το οποίο τσαλακώθηκε κυριολεκτικά από σωβινιστικές ενέργειες οι οποίες προήλθαν από το συγκεκριμένο χώρο ...
ζ) Η γνήσια ελληνική και ουμανιστική παιδεία δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή, αντέχει την άλλη άποψη -που είναι προϋπόθεση της επιστημονικής γνώσης- σέβεται τον κάθε άνθρωπο και καλλιεργεί τον διάλογο.
η) "Να αντισταθούν στην ιδεολογική, πολιτική και κομματική χειραγώγηση της παιδείας μας" Δηλαδή μέχρι τώρα όλα πήγαιναν κατ' ευχήν και τώρα τίθενται εν αμφιβόλω... Ήμαρτον Κύριε ... αλλά τι να πει κανείς για ανθρώπους που αντί να βουτούν την πέννα στο μυαλό, δυο φορές, πριν γράψουν, επιλέγουν(;) να εκφράζονται ως αππωμένα μειράκια.

Εγχειρίδιο Πηγών Ελληνική Ιστορία 1750 έως 1923 (και Διαφωτισμός)


Υπάρχει στις βιβλιοθήκες των Λυκείων, σε γραφεία συντονιστών και σε κάποιες αίθουσες Ιστορίας .

Συγγραφείς: Βώρος, Οικονομοπούλου, Ασημομύτης, Δημακόπουλος, Κατσουλάκος

ΟΕΔΒ Έκδοση ΙΓ΄ 1994




15η Πηγή Μακρυγιάννης 1843 - Σεφέρης 1944

Την ίδια κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν οι αγωνιστές του '21, θα διεκτραγωδήση ο Μακρυγιάννης και στον Όθωνα, όταν θα τον επισκεφθή λίγες μέρες μετά από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843; «Αυτός ο τόπος, η πατρίδα μας, οπού βασιλεύεις, ήταν πρώτα ρουμάνι, ότ’ είχε γίνει βάλτος τόσα χρόνια, κι’ έκαμεν πολλά άγρια δέντρα και παλιοχόρταρα, κι’ ένα μέρος από μας τους ντόπιους κι’ από τα έξω μέρη πολλοί αγαθοί άνθρωποι πήραν τα τζαπιά, τα τζεκούρια, τα φτυάρια κι’ έκοψαν όλες αυτές τις ακαθαρσίες και δούλεψαν αυτόν τον τόπο και δίνει τώρα σοδήματα, καρπούς και φρούτα αξιόλογα. Εκείνοι οπού αγωνίστηκαν, από μέσα κι’ απ' όξω, λίγοι ήταν και χάθηκαν οι περισσότεροι, κι’ όσοι μείναν πολλοί από αυτούς γκεζερούν [=«πλανώνται ασκόπως»] ξυπόλυτοι και γυμνοί μέσα στα σοκάκια αυτηνής της πατρίδας τους και οι χήρες κι’ αρφανά των αγωνιστών διακονεύουν και οι νιές τους πατούνε οι διαφταρμένοι την τιμή τους στανικώς να φάνε κομμάτι ψωμί. Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν και παίρνουν το ξύλο και βαρούνε τους αγωνιστάς.» Ποτές δικαιοσύνη δεν είδαμεν -κι όλο συχνούς εφύλιους πολέμους και σκοτωμούς. Χάθηκαν δι’ αυτά τα καλύτερα παλληκάρια κι έπαθε και παθαίνει η πατρίδα όσα δεν έπαθε από τους Τούρκους...»
«Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν».
Φαινόμενο που επαναλαμβάνεται. Στις παραμονές της απελευθέρωσης του τόπου από την γερμανική κατοχή, ο Γιώργος Σεφέρης θα μας μιλήση στο ποίημα του Τελευταίος σταθμός [Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44] για την ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων (στ. 45 -αμέσως έπειτα από τον στίχο που ενσωματώνει την έκφραση «δόλο και απάτη» του Μακρυγιάννη).
Η Ιδιοτέλεια αυτή στρέφεται σε πολλούς στόχους, από την ιδιοποίηση της αγωνιστικής τιμής ως την κάρπωση υλικών ωφελημάτων. Στενότερη και σαφέστερη σημασία αποκτά ο στόχος στο σατιρικό δίδυμο του «Τελευταίου σταθμού», που είναι το ποίημα «Το απομεσήμερο ενός φαύλου»[Cava dei Tirreni, 7.10.1944] (στίχ. 29-36):Μαυραγορίτες από τα Νάφια,της προσφυγιάς μας άθλια συνάφια,γύφτοι ξετσίπωτοι κι’ αρπαχτικοί, λένε, πατρίδα, πως πάνε εκείστα χώματά σου τα λαβωμένα γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα και δεν μπορούνε χωρίς εσέ- οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.
Αλλά τα σχετικά με το θέμα μας αποσπάσματα των «Απομνημονευμάτων» του Μακρυγιάννη είναι, επαναλαμβάνω, πάρα πολλά. Θα τελειώσω με ένα τμήμα από την «Διαθήκη» του, γραμμένην τα μεσάνυχτα της 2ας Σεπτεμβρίου 1843:
«Κύριε παντοδύναμε! Εσύ, Κύριε, θα σώσης αυτό το αθώο έθνος. Είμαστε αμαρτωλοί, είσαι Θεός! Ελέησέ μας, φώτισέ μας, ένωσέ μας και κίνησέ μας αναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και θρησκείας. Εις δόξα σου, Κύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς αναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω δια την πατρίδα. Στέκω είς τον όρκον μου τον πρώτον. Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και τις νιές να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδος. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστάς και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτήνοι οι αγωνισταί, οπού χύσανε το αίμα τους δια να ξαναειπωθή «πατρίδα Ελλάς». Είτε ελευτερία κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας, είτε θάνατος σ' εμάς!..».

Π. Μαστροδημήτρης "H μετεπαναστατική τύχη των αγωνιστών του '21 " Από το περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ Νο 91, έτος 1984, σσ. 543-558.

14η πηγή Ο Μακρυγιάννης για την συμπεριφορά των αδελφών του Κυβερνήτη και των αρχόντων.

Κρίνοντας την πολιτική συμπεριφορά του Ιωάννη Καποδίστρια -και των αδελφών του Βιάρου και Αυγουστίνου (1828 κ.ε.)-, απέναντι στους πολεμιστές του '21, ο Μακρυγιάννης προσθέτει και τα επόμενα: «... Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» (...). Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίοι, τους κατατρέχει ο Κυβερνήτης μας κι’ο Αυγουστίνος κι’ ο Βιάρος• καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούνε πολλούς, οπούπαιζαν το μπιλιάρδο μέσα στους καφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών. Αυτήνοι βαθμολογώνται, αυτήνοι πλερώνονται βαριούς μιστούς. Οι αγωνισταί δυστυχούν. Των σκοτωμένων τις φαμελιές όποια είναι νέα την θέλει ο τάδε, σα να λέμε ο Βελήπασας, ο Μουχτάρ-πασάς, ότι δεν έχει η φτωχή να φάγη. Λευτερώθηκαν κάμποσες σκλάβες Μισολογγίτισσες κι’ από άλλα μέρη (τις λευτέρωσαν οι φιλάνθρωποι) και διακονεύουν εδώ εις τ’ Άργος και εις τ’ Αναπλιού τους δρόμους.
Των αγωνιστών οι άνθρωποι διακονεύουν και γυρεύουν να πάνε πίσου εις τους Τούρκους. Τους είχανε αυτήνοι σκλάβους, τους ντύνανε, τους συγυρίζανε και τρώγαν. Εις την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν. Από όλα αυτά, καημένη πατρίδα, δεν θα σωθούνε τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την αρετή [= «βάνουν την αρετή στα σίδερα», καταδυναστεύουν τους αγαθούς] εκείνοι οπού σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν, και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε
• μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους οπού σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς». Ότι οι ηθικές εκτροπές δεν αποτελούν τυχαία φαινόμενα, αλλά γεννιούνται από τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και από τα πρότυπα ζωής που παρέχει στο λαό η συμπεριφορά της εξουσίας είναι απόλυτα συνειδητό στον Μακρυγιάννη• όπως και το ότι ο αμοραλισμός στο κοινωνικό επίπεδο υπονομεύει την εθνική ανεξαρτησία: «Όλα τα είχαμεν, σπιγούνους δεν είχαμεν τώρα έγιναν οι περισσότεροι Έλληνες. Και δεν έγιναν μόνοι τους, τους κάνεις η Εξοχότη σου, ο Βιάρος, ο Αγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργιές πλερωμές ανθρώπων οπού δεν έχουν δικαιώματα. Των αγωνιστών πολλών τους λέτε• «Σύρτε διακονέψετε». Τότε όλοι θα γενούν σπιγούνοι. Κι αυτό το σκολείον θα φάγη την λευτεριά μας• κι αυτήνη την λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο, ότι δεν είμαστε πουλάκι να χωρέσουμεν πίσου, εγίναμε πουλί και δεν χωρούμεν».
Σε άλλο σημείο ο Μακρυγιάννης προσδιορίζει με λίγες καίριες λέξεις την κοινωνική αντίθεση που είχε δημιουργηθή αργότερα (στα 1833) ανάμεσα στους άρχοντες και στους αγωνιστές του '21 με τα ακόλουθα λόγια: «-και σ’ αυτήνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι [=μας κοίταζαν] από μακριά, όταν κιντυνεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ΄να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί [=το υννί] και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκαλα, και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι, και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια».

13η Πηγή - Ποίημα του 1831 - Η μετεπαναστατική μοίρα των αγωνιστών

Ο ΨΩΜΟΖΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ(Τον Ιούνιον του 1831)



Ένας γέρος στρατιώτης με του ζήτουλα τον δίσκο,

Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον ώμο,

Έλεγε σ’ ένα παιδάκι που του έδειχνε τον δρόμο

•Μη, παιδάκι μου, μην τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω

•Εσύ είσ’ ευτυχισμένο... τα ματάκια σου τα έχεις,

Γερά έχεις ποδαράκια, κ’ ελαφρό σαν λάφι τρέχεις...

Εγώ έχασα το φως μου στου Μεσολογγιού την πόλι,

Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το βόλι.



Πού να είμασθε, παιδί μου;... Είναι νύκτα;... Είναι μέρα;

- Νύκτα είναι... Στο Ανάπλι εζυγώσαμε, πατέρα.-

Στο Ανάπλι! -Κλαίεις, γέρο; -Τα παλιά μου ενθυμούμαι...

Τ’ ήμουν πρώτα, τ’είμαι τώρα στέκουμαι και συλλογούμαι...Στο Ανάπλι!!!

Εγώ πρώτος και με το σπαθί στο στόμα

Πήδησα στο Παλαμίδι

•Από ένα σ’ άλλον βράχο πρώτα ρίπτουμουν σαν φίδι,

Και σηκώνω μόλις τώρα το βαρύνεκρό μου σώμα.



Ετυφλώθηκα. Δεν βλέπω της Ελλάδος τα βουνά,

Κι’ ο ελεύθερός της ήλιος στα ματάκια μου δεν λάμπει...

Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κ’αιματοβρεμένοι κάμποι,

Σ’εσάς τώρα κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.

Εγώ μόνος, για να ζήσω, τρέχω και ψωμοζητώ

•Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.

Παντού είμαι απορριμένος•

Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπήτι μ’είμαι ξένος.

Όλος άλλαξε ο κόσμος, και την σήμερον ημέρα

Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα.

Ταις θυσίαις, τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,

Και τον Πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν.

Προσπαθώ του κάκου ναύρω έναν φίλο του παλιού μας,

Του ηρωικού καιρού μας.

Άλλοι πέθαναν, και άλλοι ζουν απ’ όλους ξεχασμένοι

Όπου κι’ αν σταθώ με σπρώχνουν, με περιγελούν οι ξένοι.

... ...



Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863)



«Πανόραμα της Ελλάδος, ή συλλογή ποικίλων ποιηματίων».

Υπό Αλεξάνδρου Σούτσου. Μέρος πρώτον. Εν Ναυπλίω 1833, σσ. 20-22.