Ο ΨΩΜΟΖΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ(Τον Ιούνιον του 1831)
Ένας γέρος στρατιώτης με του ζήτουλα τον δίσκο,
Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον ώμο,
Έλεγε σ’ ένα παιδάκι που του έδειχνε τον δρόμο
•Μη, παιδάκι μου, μην τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω
•Εσύ είσ’ ευτυχισμένο... τα ματάκια σου τα έχεις,
Γερά έχεις ποδαράκια, κ’ ελαφρό σαν λάφι τρέχεις...
Εγώ έχασα το φως μου στου Μεσολογγιού την πόλι,
Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το βόλι.
Πού να είμασθε, παιδί μου;... Είναι νύκτα;... Είναι μέρα;
- Νύκτα είναι... Στο Ανάπλι εζυγώσαμε, πατέρα.-
Στο Ανάπλι! -Κλαίεις, γέρο; -Τα παλιά μου ενθυμούμαι...
Τ’ ήμουν πρώτα, τ’είμαι τώρα στέκουμαι και συλλογούμαι...Στο Ανάπλι!!!
Εγώ πρώτος και με το σπαθί στο στόμα
Πήδησα στο Παλαμίδι
•Από ένα σ’ άλλον βράχο πρώτα ρίπτουμουν σαν φίδι,
Και σηκώνω μόλις τώρα το βαρύνεκρό μου σώμα.
Ετυφλώθηκα. Δεν βλέπω της Ελλάδος τα βουνά,
Κι’ ο ελεύθερός της ήλιος στα ματάκια μου δεν λάμπει...
Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κ’αιματοβρεμένοι κάμποι,
Σ’εσάς τώρα κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.
Εγώ μόνος, για να ζήσω, τρέχω και ψωμοζητώ
•Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.
Παντού είμαι απορριμένος•
Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπήτι μ’είμαι ξένος.
Όλος άλλαξε ο κόσμος, και την σήμερον ημέρα
Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα.
Ταις θυσίαις, τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,
Και τον Πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν.
Προσπαθώ του κάκου ναύρω έναν φίλο του παλιού μας,
Του ηρωικού καιρού μας.
Άλλοι πέθαναν, και άλλοι ζουν απ’ όλους ξεχασμένοι
Όπου κι’ αν σταθώ με σπρώχνουν, με περιγελούν οι ξένοι.
... ...
Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863)
«Πανόραμα της Ελλάδος, ή συλλογή ποικίλων ποιηματίων».
Υπό Αλεξάνδρου Σούτσου. Μέρος πρώτον. Εν Ναυπλίω 1833, σσ. 20-22.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου