Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Η θλίψη του απογεύματος




Του Λεύκιου Ζαφειρίου για έναν άλλο νεκρό Αλέξανδρο στο

Πολυτεχνείο του 1973:


Αλέξανδρε
Μάς παρακολουθούν, Αλέξανδρε,και τρέχουμε να κρυφτούμε πού;

Εδώ είναι όλα εκτεθειμένατο βλέμα μας ο έρωτάς μας

η μνήμη μας

όλα σάμπως να μην αντιλαμβάνονται

πόσο έχουμε εκτεθείστην εξουσία του θανάτου.

Μας απειλούν, Αλέξανδρε,τόσες διαψεύσεις το τσιμεντένιο πρόσωπο

αυτής της πόλης

ο ύπνος που μάς βαραίνει.

Έχουμε πέσει τελεσίδικα

μισοζαλισμένοι πάνω

στις λιπαρές μας μέρες.


Η θλίψη του απογεύματος, 2007

άτιτλο





















της Κατερίνας Γώγου:


"Κοίτα πώς χάνονται οι δρόμοι


μές στους ανθρώπους...τα περίπτερα κρυώνουνε


απ' τις βρεγμένες εφημερίδεςο ουρανός


πώς τρυπιέται στα καλώδια(...)


πώς τσούκου τσούκουαργά μεθοδικά


μάς αλλοιώνουνενα καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή


από το στυλ της καρέκλας...

Ιδιώνυμο, 1980.

H «κοινωνική σημασία» του Εικοσιένα Π. ΝΟΥΤΣΟΣ



... Ο Γιάννης K. Κορδάτος κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Βασιλείου» την Κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, την πρώτη ιστορική μονογραφία με την οπτική του «ιστορικού υλισμού» και χωρίς την «ήρεμη εργασία του σπουδαστηρίου».
* H υλιστική θεώρηση
Το θέμα αυτό και ειδικότερα ο χαρακτήρας της επανάστασης του Εικοσιένα απασχόλησε, στο περιθώριο συναφών προσεγγίσεων, και άλλα στελέχη του ΣΕΚΕ(K) ανακαλώντας κυρίως την πρόταση ερμηνείας του Σκληρού, προς τον οποίο ήδη είχε στραφεί και ο Κορδάτος επιδοκιμάζοντας τις αναλύσεις του Κοινωνικού μας ζητήματος που είχαν προκύψει με την «πιο θετική μέθοδο της αντικειμενικής κοινωνιολογίας». Εννοείται ότι η ιδρυτική γενιά του ΣΕΚΕ ξεχωρίζει το πρωτόλειο του Σκληρού από τα Σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού, στα οποία διέκρινε τη θεωρητική δικαίωση του Βενιζελισμού και τη συρρίκνωση της αυτοτελούς πολιτικής του αρτιγέννητου κόμματος της εργατικής τάξης. Πάντως το ιστοριογραφικό πεδίο, από τις εύστοχες νύξεις του Κοινωνικού μας ζητήματος και τη μακρά συζήτηση που προκάλεσαν, φάνηκε ιδιαίτερα προνομιακό για την αντιπαράθεση των οπαδών της υλιστικής θεώρησης της ιστορίας με την αντίστοιχη ιδεαλιστική που ώς τότε κατείχε στην ελληνική ιστορική έρευνα αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη θέση.
Στην «Εισαγωγή» του βιβλίου του ο Κορδάτος οριοθετεί τη μέθοδό του σε σχέση με τους «ακοινωνιολογήτους» ιστορικούς ή τους «βατράχους της πατριδοκαπηλίας» που επιμένουν να εκτοπίζουν τον «υλιστικόν παράγοντα» για να προβάλλουν την «θέλησιν ωρισμένων προσώπων» ή «οιαδήποτε υποκειμενικά ιδεαλιστικά ελατήρια». Ο «ιστορικός υλισμός», όπως απέκτησε «επιστημονικήν» υπόσταση από τον Marx που αξιοποίησε τον «διαλεκτισμόν» του Hegel, μελετά τα στάδια που έχει διανύσει η ανθρώπινη κοινωνία («πρωτόγονος κομμουνισμός, δουλεία, φεουδαρχία, κεφαλαιοκρατία») ως αποτελέσματα της «εξελίξεως των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων»: η εκάστοτε «μορφή της κοινωνίας, δηλαδή το πολιτειακόν καθεστώς, δεν είναι άλλο τι παρά η προσαρμογή των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων μιας περιόδου προς τας εκάστοτε υλικάς συνθήκας». Τα «εργαλεία» (ή «μέσα παραγωγής» και «παραγωγικά μέσα») με την τελειοποίησή τους προξενούν «δυσαναλογίαν» ανάμεσα στις οικονομικές και συνεπώς και τις κοινωνικές σχέσεις με αναπόφευκτο «ορμητικόν ξέσπασμα» την κοινωνική επανάσταση. H πάλη των τάξεων, έτσι, εκφράζει τον διαρκή πόλεμο ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, ιδίως όταν επέρχεται «τελεία διατάραξις της ισορροπίας των οικονομικών και κοινωνικών όρων».