Την ίδια κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν οι αγωνιστές του '21, θα διεκτραγωδήση ο Μακρυγιάννης και στον Όθωνα, όταν θα τον επισκεφθή λίγες μέρες μετά από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843; «Αυτός ο τόπος, η πατρίδα μας, οπού βασιλεύεις, ήταν πρώτα ρουμάνι, ότ’ είχε γίνει βάλτος τόσα χρόνια, κι’ έκαμεν πολλά άγρια δέντρα και παλιοχόρταρα, κι’ ένα μέρος από μας τους ντόπιους κι’ από τα έξω μέρη πολλοί αγαθοί άνθρωποι πήραν τα τζαπιά, τα τζεκούρια, τα φτυάρια κι’ έκοψαν όλες αυτές τις ακαθαρσίες και δούλεψαν αυτόν τον τόπο και δίνει τώρα σοδήματα, καρπούς και φρούτα αξιόλογα. Εκείνοι οπού αγωνίστηκαν, από μέσα κι’ απ' όξω, λίγοι ήταν και χάθηκαν οι περισσότεροι, κι’ όσοι μείναν πολλοί από αυτούς γκεζερούν [=«πλανώνται ασκόπως»] ξυπόλυτοι και γυμνοί μέσα στα σοκάκια αυτηνής της πατρίδας τους και οι χήρες κι’ αρφανά των αγωνιστών διακονεύουν και οι νιές τους πατούνε οι διαφταρμένοι την τιμή τους στανικώς να φάνε κομμάτι ψωμί. Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν και παίρνουν το ξύλο και βαρούνε τους αγωνιστάς.» Ποτές δικαιοσύνη δεν είδαμεν -κι όλο συχνούς εφύλιους πολέμους και σκοτωμούς. Χάθηκαν δι’ αυτά τα καλύτερα παλληκάρια κι έπαθε και παθαίνει η πατρίδα όσα δεν έπαθε από τους Τούρκους...»
«Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν».
Φαινόμενο που επαναλαμβάνεται. Στις παραμονές της απελευθέρωσης του τόπου από την γερμανική κατοχή, ο Γιώργος Σεφέρης θα μας μιλήση στο ποίημα του Τελευταίος σταθμός [Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44] για την ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων (στ. 45 -αμέσως έπειτα από τον στίχο που ενσωματώνει την έκφραση «δόλο και απάτη» του Μακρυγιάννη).
Η Ιδιοτέλεια αυτή στρέφεται σε πολλούς στόχους, από την ιδιοποίηση της αγωνιστικής τιμής ως την κάρπωση υλικών ωφελημάτων. Στενότερη και σαφέστερη σημασία αποκτά ο στόχος στο σατιρικό δίδυμο του «Τελευταίου σταθμού», που είναι το ποίημα «Το απομεσήμερο ενός φαύλου»[Cava dei Tirreni, 7.10.1944] (στίχ. 29-36):Μαυραγορίτες από τα Νάφια,της προσφυγιάς μας άθλια συνάφια,γύφτοι ξετσίπωτοι κι’ αρπαχτικοί, λένε, πατρίδα, πως πάνε εκείστα χώματά σου τα λαβωμένα γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα και δεν μπορούνε χωρίς εσέ- οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.
Αλλά τα σχετικά με το θέμα μας αποσπάσματα των «Απομνημονευμάτων» του Μακρυγιάννη είναι, επαναλαμβάνω, πάρα πολλά. Θα τελειώσω με ένα τμήμα από την «Διαθήκη» του, γραμμένην τα μεσάνυχτα της 2ας Σεπτεμβρίου 1843:
«Κύριε παντοδύναμε! Εσύ, Κύριε, θα σώσης αυτό το αθώο έθνος. Είμαστε αμαρτωλοί, είσαι Θεός! Ελέησέ μας, φώτισέ μας, ένωσέ μας και κίνησέ μας αναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και θρησκείας. Εις δόξα σου, Κύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς αναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω δια την πατρίδα. Στέκω είς τον όρκον μου τον πρώτον. Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και τις νιές να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδος. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστάς και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτήνοι οι αγωνισταί, οπού χύσανε το αίμα τους δια να ξαναειπωθή «πατρίδα Ελλάς». Είτε ελευτερία κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας, είτε θάνατος σ' εμάς!..».
Π. Μαστροδημήτρης "H μετεπαναστατική τύχη των αγωνιστών του '21 " Από το περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ Νο 91, έτος 1984, σσ. 543-558.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου