(Μέρος β΄)
Σημείωνα, πριν από τέσσερα χρόνια στο περ. Αντί (τχ. 822, 16 Ιουλίου 2004, σ. 50), αναλύοντας τις μετά το δημοψήφισμα συνθήκες και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις δυσκολίες που συναντούσε η έκδοση του βιβλίου: «Μήτε για την τουρκική στρατιωτική εισβολή και την προσφυγιά η ανθρώπινη δικαιοσύνη μπόρεσε να δώσει λύσεις. Αλλά και το πιο εξωφρενικό: σήμερα ακόμη οι ένοχοι του πραξικοπήματος σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένουν ατιμώρητοι.
Και οι δολοφονημένοι υπερασπιστές της δημοκρατίας αδικαίωτοι.
Οι δολοφόνοι, ζωντανοί και ανενόχλητοι, καρπώνονται τα αγαθά της δημοκρατίας και της προστασίας από τους νόμους που λειτουργούν στην κυπριακή πολιτεία. Έτσι οι συγγενείς των δολοφονημένων αναγκάζονται να αυτολογοκρίνονται, για να μη θεωρηθεί οποιαδήποτε αναφορά στους γνωστούς δολοφόνους ποινικό αδίκημα!».
Ούτε λέξη δε θα αναιρέσω από αυτά. Αντίθετα, επισημαίνω για τους αναγνώστες του κειμένου ότι με προβληματίζει η δυσκολία υποδοχής της παρουσιαζόμενης εδώ έκδοσης στον κυπριακό και τον ελλαδικό χώρο από το Δεκέμβριο του 2004, οπότε εκδόθηκε, ως τώρα. Επιπλέον, όπως σημειώνεται στο βιβλίο, οι συντελεστές της έκδοσης χρειάστηκαν τη νομική γνωμάτευση που έδωσε αναφορικά με το περιεχόμενο ο νομικός Κωνσταντίνος Αριστείδου!
Για τον αναγνώστη που ίσως δε γνωρίζει: εμποδίστηκε η παραπομπή στη δικαιοσύνη των εγκλημάτων της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄, τόσο αυτών που διαπράχθηκαν εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και αυτών εις βάρος των μαχητών της αντίστασης και όλου του λαού της, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αντίθετα, «υπουργοί» και άλλα στελέχη του πραξικοπήματος, κορυφαία και μη, βρήκαν με τη πολιτική στέγη και αξιώματα ή εργοδοτική κάλυψη, όπως ο Λευτ. Κ. Παπαδόπουλος, «ψυχή» της ΕΟΚΑ Β΄, μια ή την άλλη μορφή για αρκετό χρόνο στο κόμμα του ΔΗ.ΣΥ., συνεχίζοντας την παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις.
Με ευθύνη της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Πεσόντων Αντιστασιακών συνεργάστηκε επί μακρόν μια ομάδα νεαρών ερευνητών και δημοσιογράφων (Τ. Αριστείδου, Μ. Αρμεύτη, Γ. Γιαλλούρης, Χ. Νεοκλέους, Ν. Παπαλαζάρου, Τ. Περδίος, Α. Στυλιανού, Λ. Χριστοδούλου, και ο έχων τη γενική επιμέλεια Χρυσ. Χρυσάνθου) για τη συλλογή, καταγραφή και αξιολόγηση στοιχείων γύρω από τα γεγονότα και τις περιστάσεις θανάτωσης των αντιστασιακών και ορισμένων ανύποπτων θυμάτων. Οι συντελεστές της έκδοσης, παρά την απειρία τους και το φανερό συγκινησιακό φορτίο των περιλαμβανόμενων αφηγήσεων, επιτυγχάνουν ένα ζηλευτό αποτέλεσμα, σπάζοντας τον τοίχο της σιωπής για υπαρκτά εγκλήματα, της διαστρέβλωσης και της παραποίησης. Από την οπτική της ιστορίας των ιδεών, ίσως και χωρίς να το συνειδητοποιούν σε όλο του το εύρος οι συντάκτες του βιβλίου, συμβάλλουν αποφασιστικά στην αποκάλυψη και απομυθοποίηση του αποκρουστικού προσώπου του νεοφασισμού και της «εθνικοφροσύνης» στην Κύπρο και στην Ελλάδα, που δρώντας χωρίς ηθικούς φραγμούς και όρια έθεσαν υπολογιστικά ως στόχο τον ακρωτηριασμό του ελληνισμού της Κύπρου, αντί για τη συνύπαρξη με το τουρκοκυπριακό σύνοικο στοιχείο, φέρνοντας μέσα στην Κύπρο τον τουρκικό στρατό.
Ούτε λέξη δε θα αναιρέσω από αυτά. Αντίθετα, επισημαίνω για τους αναγνώστες του κειμένου ότι με προβληματίζει η δυσκολία υποδοχής της παρουσιαζόμενης εδώ έκδοσης στον κυπριακό και τον ελλαδικό χώρο από το Δεκέμβριο του 2004, οπότε εκδόθηκε, ως τώρα. Επιπλέον, όπως σημειώνεται στο βιβλίο, οι συντελεστές της έκδοσης χρειάστηκαν τη νομική γνωμάτευση που έδωσε αναφορικά με το περιεχόμενο ο νομικός Κωνσταντίνος Αριστείδου!
Για τον αναγνώστη που ίσως δε γνωρίζει: εμποδίστηκε η παραπομπή στη δικαιοσύνη των εγκλημάτων της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄, τόσο αυτών που διαπράχθηκαν εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και αυτών εις βάρος των μαχητών της αντίστασης και όλου του λαού της, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αντίθετα, «υπουργοί» και άλλα στελέχη του πραξικοπήματος, κορυφαία και μη, βρήκαν με τη πολιτική στέγη και αξιώματα ή εργοδοτική κάλυψη, όπως ο Λευτ. Κ. Παπαδόπουλος, «ψυχή» της ΕΟΚΑ Β΄, μια ή την άλλη μορφή για αρκετό χρόνο στο κόμμα του ΔΗ.ΣΥ., συνεχίζοντας την παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις.
Με ευθύνη της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Πεσόντων Αντιστασιακών συνεργάστηκε επί μακρόν μια ομάδα νεαρών ερευνητών και δημοσιογράφων (Τ. Αριστείδου, Μ. Αρμεύτη, Γ. Γιαλλούρης, Χ. Νεοκλέους, Ν. Παπαλαζάρου, Τ. Περδίος, Α. Στυλιανού, Λ. Χριστοδούλου, και ο έχων τη γενική επιμέλεια Χρυσ. Χρυσάνθου) για τη συλλογή, καταγραφή και αξιολόγηση στοιχείων γύρω από τα γεγονότα και τις περιστάσεις θανάτωσης των αντιστασιακών και ορισμένων ανύποπτων θυμάτων. Οι συντελεστές της έκδοσης, παρά την απειρία τους και το φανερό συγκινησιακό φορτίο των περιλαμβανόμενων αφηγήσεων, επιτυγχάνουν ένα ζηλευτό αποτέλεσμα, σπάζοντας τον τοίχο της σιωπής για υπαρκτά εγκλήματα, της διαστρέβλωσης και της παραποίησης. Από την οπτική της ιστορίας των ιδεών, ίσως και χωρίς να το συνειδητοποιούν σε όλο του το εύρος οι συντάκτες του βιβλίου, συμβάλλουν αποφασιστικά στην αποκάλυψη και απομυθοποίηση του αποκρουστικού προσώπου του νεοφασισμού και της «εθνικοφροσύνης» στην Κύπρο και στην Ελλάδα, που δρώντας χωρίς ηθικούς φραγμούς και όρια έθεσαν υπολογιστικά ως στόχο τον ακρωτηριασμό του ελληνισμού της Κύπρου, αντί για τη συνύπαρξη με το τουρκοκυπριακό σύνοικο στοιχείο, φέρνοντας μέσα στην Κύπρο τον τουρκικό στρατό.