Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Η μεταπολεμική Γερμανία θεμελιώθηκε πάνω στα καταπλακωμένα πτώματα των βομβαρδισμών




W. G. SΕΒΑLD


... Το βασικό ερώτημα που απασχολεί τον Ζέμπαλντ είναι:
γιατί κράτησαν οι Γερμανοί σαν εφτασφράγιστο μυστικό τις τρομακτικές καταστροφές τους από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων το 1943-1945;
Γιατί τόσο επίμονα αποσιώπησαν ότι η μεταπολεμική Γερμανία θεμελιώθηκε πάνω στα καταπλακωμένα πτώματα των βομβαρδισμών; Ποια βαθύτερη ανάγκη τούς έκανε να θάψουν για πολλές δεκαετίες στη σιωπή της Ιστορίας και της λογοτεχνίας το γεγονός ότι σ΄ αυτούς τους βομβαρδισμούς, στους οποίους οι Βρετανοί έριξαν ένα εκατομμύριο τόνους βόμβες πάνω από την εχθρική επικράτεια, καταστράφηκαν τριάμισι εκατομμύρια κατοικίες, και ότι 131 πόλεις - ανάμεσά τους το Αμβούργο, η Κολωνία, η Νυρεμβέργη, η Δρέσδη- μετατράπηκαν σε σωρούς μπάζων; Οι κάτοικοι αυτών των πόλεων , σύμφωνα με τις λιγοστές μαρτυρίες της εποχής, έδειχναν απόλυτη απάθεια κυκλοφορώντας στα ερείπια, έχοντας περιέλθει στην κατάσταση τροφοσυλλέκτη και τρωγλοδύτη. Άλλοι τριγύριζαν πρόσφυγες από τη μια στην άλλη πόλη της Γερμανίας1.250.000 ήταν οι πρόσφυγες μόνο από το Αμβούργοκαι οι συνθήκες αυτές για πολλούς κράτησαν τρία χρόνια. «Η βουβή ατμόσφαιρα», γράφει ο Ζέμπαλντ, «η εσωστρέφεια, η αποφυγή του βλέμματος των ανθρώπων που ζούσαν στα χαλάσματα, συγκλόνιζε τους επισκέπτες. «(...)Οι Γερμανοί, αυτοί που είχαν βαλθεί να αποκαθάρουν και να εξυγιάνουν ολόκληρη την Ευρώπη, αναγκάζονταν τώρα να συνειδητοποιήσουν ότι οι ίδιοι ήταν στην πραγματικότητα έθνος ποντικών». Η σιωπή των συγγραφέων Φυσικά, αυτή η απάθεια και η αυτοαναισθητοποίηση δείχνει έναν προηγμένο μηχανισμό απώθησης. Το ίδιο άλλωστε δείχνει και η σιωπή των συγγραφέων. Ο Ζέμπαλντ διέτρεξε με μεγάλη προσοχή τη συγγραφική παραγωγή Γερμανών λογοτεχνών και ιστορικών των πρώτων χρόνων μετά τον πόλεμο, και κατέληξε ότι η εντυπωσιακή ανεπάρκεια των αφηγήσεων δείχνει την αναγωγή του φαινομένου σε ταμπού. Οι ελάχιστοι που έγραψαν, όπως ο Κάσακ, ο Χανς Έριχ Νόσακ και ο διάσημος νομικός, συγγραφέας και σκηνοθέτης Αλεξάντερ Κλούγκε, αποτελούσαν εξαίρεση. Τo μυθιστόρημα που έγραψε ο νεαρός τότε Χάινριχ Μπελ, με τίτλο Ο άγγελος σιωπούσε, το δημοσίευσε μόνο το 1992. Όμως, και σ΄ αυτά τα λιγοστά βιβλία, παρατηρεί ο Ζέμπαλντ, οι συγγραφείς μοιάζουν να καταφεύγουν σε τυποποιημένες εξπρεσιονιστικές εικόνες τύπου Φριτς Λανγκ, σε ανατολικά φιλοσοφήματα και θεωρίες μετενσάρκωσης, σε συμβολισμούς και αλληγορίες, χρήζοντας τον εαυτό τους θεματοφύλακα των αληθινών αξιών και προβάλλοντας μια πνευματική ελίτ «εσωτερικών εξορίστων», κρατώντας δηλαδή μια στάση που δεν βρίσκεται μακριά από τη φασιστική σκέψη. Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά, παρατηρεί ο Ζέμπαλντ, έχει κανείς την εντύπωση ότι οι Γερμανοί δέχτηκαν τις θεόρατες φλόγες που τύλιξαν τις πόλεις τους σαν δίκαιη τιμωρία για ένα κράτος που είχε δολοφονήσει ή είχε εκμεταλλευτεί μέχρι θανάτου εκατομμύρια ανθρώπων. Κι ακόμη ότι στη στάση αυτή αναγνωρίζουμε το μυθολογικό σχήμα θάνατος- ανάσταση, που επιτρέπει στους γράφοντες τη λυτρωτική σκέψη ότι η Γερμανία θα αναγεννηθεί μέσα από τα ερείπια- πράγμα που άλλωστε συνέβη. Και ασφαλώς, κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τους Βρετανούς για την καταστροφική στρατηγική τους, αφού ο Χίτλερ ήταν εκείνος που σχεδίασε και έθεσε πρώτος σε εφαρμογή τους σφοδρούς βομβαρδισμούς εναντίον αμάχων στην Γκερνίκα, τη Βαρσοβία, το Βελιγράδι και το Στάλινγκραντ, όπου τον Αύγουστο του 1942 βομβάρδιζαν την πόλη 1.200 γερμανικά αεροπλάνα. Κατά τον Ζέμπαλντ, η ανάνηψη στη γερμανική λογοτεχνία ήρθε με μια στροφή προς την τεκμηρίωση και τη λογοτεχνία του ντοκουμέντου, και σηματοδοτεί «την έναρξη της σοβαρής επεξεργασίας ενός υλικού που δεν μετριέται με γνώμονα τις αξίες της παραδοσιακής αισθητικής». Εξαχρείωση Τέλος, προσπαθώντας να απαντήσει στο πάντα φλέγον ερώτημα «πώς συνέβησαν όλα αυτά;», ο Ζεμπάλντ διερευνά και εντοπίζει όλους εκείνους τους παράγοντες που συνέτειναν στην εξαχρείωση των Γερμανών: την εσωστρέφεια και τον περιορισμό των συναισθημάτων εντός της οικογένειας, τις ανδρικές αδελφότητες με τυφλή αφοσίωση σε έναν αρχηγό, τις ομάδες ελίτ από κατώτερα στρώματα, όπως τα Ες Ες, που αντικατέστησαν την ελίτ της κληρονομικής αριστοκρατίας. Ανάγει το παραληρηματικό όραμα της καταστροφής και τις πρακτικές των ομαδικών εξοντώσεων και των βασανιστηρίων σε αποτέλεσμα της επιθυμίας για ολοκληρωτική κυριαρχία στον άλλον, για εξουσία πάνω στο πνεύμα και τη σάρκα του και σε όργιο αχαλίνωτης αυτοεκτόνωσης.


ΤΑ ΝΕΑ 06 - 12 - 2008