Με αφορμή το βιβλίο "Πόλεμος και εθνοκάθαρση – 1912-1922" του Τάσου Κωστόπουλου και τη δημόσια συζήτηση για τη σύγχρονη Ιστορία.
«Λίγο ψωμάκι εφέντημ»
τ ο υ
Π α ύ λ ο υ Μ. Π α ύ λ ο υ
Πριν από δυο μήνες συνάντησα τυχαία έναν από τους παλιούς μαθητές μου. Τριτοετής φοιτητής του Ιστορικού πια. Την ώρα που θα χωρίζαμε, ο Αντώνης μου πέταξε ένα μυστηριώδες «εκμέκ ιστιόρ εφέντη». Στο απορημένο βλέμμα μου απάντησε με ένα ηχηρό γέλιο, λέγοντάς μου ειρωνικά: «Α, δε διαβάζεις πια δάσκαλε!...»
Σήμερα, η αναστάτωση απογειώθηκε όταν στη σελίδα 104 του βιβλίου του Τάσου Κωστόπουλου «Πόλεμος και εθνοκάθαρση – 1912-1922», βρήκα όχι μόνο τη φράση αλλά και το σχετικό ιστορικό περιστατικό: Σε ένα μουσουλμανικό χωριό της Μικρασίας στο οποίο καταφεύγει για λεηλασία ένας λόχος του προελαύνοντος ελληνικού στρατού (1920), ένας από τους στρατιώτες διαπιστώνει ότι δεν είχε μείνει τίποτε από το πέρασμα άλλων λόχων που προηγήθηκαν. Μπαίνει σ’ ένα σπίτι. Στο απότομο άνοιγμα της πόρτας ένα ρακένδυτο εξάχρονο κοριτσάκι, καθισμένο στα γόνατα μιας γριάς 90 χρόνων του εκσφενδονίζει ικετευτικά αυτή τη φράση.
Το περιστατικό είναι από τα «μαλακότερα» που περιγράφει το βιβλίο. Βασισμένο κυρίως σε ελληνικές πηγές (έγγραφα και αναφορές του Υπουργείου Εξωτερικών και άλλων υπουργείων, καταθέσεις ελλήνων στρατιωτών, δημοσιευμένα ημερολόγια), παραθέτει στοιχεία για το δράμα εκατομμυρίων βαλκανίων, όλων των εθνικοτήτων, από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της δεκαετίας (Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία). Τα όσα έγιναν από όλους τους εμπόλεμους (μιλάμε για τα πιο ακραία και πιο μαζικά εγκλήματα που μπορεί κανείς να φανταστεί), ρίχνουν γρήγορα τον έλληνα αναγνώστη σε μια κρίση συνείδησης και ταυτότητας: Σχεδόν αναποδογυρίζουν όλα μας τα στερεότυπα. Και το κυριότερο, η ζυγαριά του «θύτη-θύματος», του «δίκαιου-άδικου» και του «καλού-κακού» γέρνει επικίνδυνα προς την αντίθετη πλευρά απ’ αυτήν που θέλουμε (και πασκίζουμε) να πιστεύουμε. Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Μικρασία. Το θέατρο του πόνου. Και δε μας μένει για αποκούμπι ούτε καν το «ναι, μα εκείνοι άρχισαν πρώτοι». Πόλεμος. Το χωνευτήρι των ανθρώπινων συνειδήσεων, ο μόνος τόπος όπου όλοι οι δρώντες γίνονται κακοί, όλοι γίνονται άδικοι. Ακόμη και τα θύματα, με την πρώτη ευκαιρία γίνονται θύτες.
Τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία είναι ήδη δημοσιευμένα. Η Ιστορία, όμως, δεν είναι μόνο υπόθεση επιστημονικής συνείδησης. Είναι – κυρίως; – υπόθεση συλλογικής συνείδησης. Κι όταν αυτή εναγωνίως ζητά καταξίωση εθνική ή άλλη, μπορεί τελικά να εξαφανίσει από το οπτικό πεδίο τα πάντα. Να καθορίσει ακόμη και την ατζέντα της έρευνας. ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ να ξέρουμε. Αυτό μπορεί σε μια νύχτα να στήσει παραμυθένιους κόσμους στη θέση της πραγματικότητας.
Έλα όμως που κάθε κέλυφος αργά ή γρήγορα σπάζει... Όσο κι αν αυτό τρομάζει, το απόστημα έχει πλέον ανοίξει. Εκείνα τουλάχιστον τα τμήματα της ιστορικής πραγματικότητας που μπορούμε να τα αγγίξουμε, δεν μπορούν πια να συγκαλύπτονται από κανένα μυθολόγημα. Για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πλέον αδύνατη η μια «Ιστορία», το ένα βιβλίο, το ένα «κήρυγμα». Το οπτικό πεδίο έχει ανοίξει, η διδασκαλία δεν μπορεί άλλο να είναι κατήχηση, η πρόσβαση στη γνώση δεν ανακόπτεται εύκολα από καμιά υστερία, η επιστήμη της διδακτικής επιβάλλει την πολυπρισματικότητα στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Το ερώτημα δεν είναι πια διαδικαστικό ή ρητορικό εφεύρημα, είναι το κέντρο της γνωστικής διαδικασίας.
Έτσι, κανένας συστηματικός πόλεμος κατά των όποιων βιβλίων δεν είναι πια αρκετός. Ο Αρχιεπίσκοπος μπορεί να καλέσει τα παιδιά να πετάξουν στον κάλαθο όποια βιβλία δεν εγκρίνει ο ίδιος, όμως τα βιβλία έχουν πλέον ποδάρια. Γρήγορα θα ξαναμπούν από τα παράθυρα του μυαλού. Ήδη στα σχολεία οι μαθητές εκπαιδεύονται να αμύνονται – όσο γίνεται – στις παγίδες της προσέγγισης της Ιστορίας με όρους συγχρονικών αναγκών ή μοτίβων. Μαθαίνουν να σκέφτονται και να διερωτώνται, με τη βοήθεια πρωτογενών και δευτερογενών πηγών που ΔΕΝ μπορούν να απαγορευτούν. Μάλιστα, το νέο σύστημα διδασκαλίας της Ιστορίας (προώθησή του επί διακυβέρνησης Τάσσου!), επιβάλλει τη χρήση πολλαπλών πηγών από το διδάσκοντα. Έτσι, οι ηχηροί τίτλοι στα ΜΜΕ δεν μπορούν να αποτρέψουν, ούτε τη χρήση πηγών από το βιβλίο του Κωστόπουλου, ούτε από το εναλλακτικό υλικό για τη Νεότερη Ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ούτε από δεκάδες άλλα, αρεστά ή μη αρεστά.
Βέβαια, δεν τρέφει κανείς αυταπάτες. Ακόμη και η ίδια η παρούσα κυβέρνηση τις έχει τις αναστολές της. Όχι μόνο γιατί λειτουργώντας στο πλαίσιο μιας συντηρητικής λογικής προσπαθεί να ρυθμίσει τα πάντα μέσω μιας παραδοσιακής πρακτικής, με κινήσεις κορυφής. Αλλά και επειδή κάνει το λάθος να νομίζει ότι οφείλει να προστατεύσει εκείνο για το οποίο εν πολλοίς σιώπησε τη δεκαετία του ’60. Ίσως και να έχει δίκαιο η επίσημη Αριστερά από την οπτική της, γιατί τα όσα κάναμε ως ελληνοκυπριακή πλευρά εναντίον των Τουρκοκυπρίων εκείνη τη δεκαετία ήταν επίσημη, κρατική (και όχι μόνο παρακρατική) πολιτική. Πώς να αφήσει λοιπόν έτσι εύκολα να καταρρεύσει το σχήμα «Μακάριος – Γρίβας», «μακαριακοί – γριβικοί»;. Άντε μετά να αναγνωρίσει πως η διαμάχη ήταν ουσιαστικά ανάμεσα στην Κυπροκεντρική και την Ελληνοκεντρική Δεξιά, που σε ένα συμφωνούσαν στα σίγουρα: Ότι θα έπρεπε να ξεμπερδεύουμε με τους Τουρκοκύπριους.
Όμως, ο φίλος ο Μιχάλης (Μαθηματικός), είναι πυρ και μανία με τους φιλόλογους, γιατί λέει έγινε τριάντα χρονών να ακούσει πως υπάρχουν Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι και δολοφονημένοι. Γιατί, διερωτάται, αυτό – και τόσα άλλα – δεν είχε καν την ευκαιρία να το υποψιαστεί δώδεκα χρόνια στα σχολεία; Λοιπόν, χαίρομαι που ο Αντώνης μπορεί να με κατηγορήσει πως δεν πολυδιαβάζω τελευταία, αλλά δε θα με κατηγορήσει ποτέ πως συνειδητά του είπα ψέματα. Ήθελα να είναι περήφανος που είναι Έλληνας, όχι όμως για τα λάθος πράγματα.
Να ΄σαι καλά Αντώνη. Λίγο ψωμάκι για το μυαλό μας. Εκμέκ ιστιόρ εφέντημ.