Κρίνοντας την πολιτική συμπεριφορά του Ιωάννη Καποδίστρια -και των αδελφών του Βιάρου και Αυγουστίνου (1828 κ.ε.)-, απέναντι στους πολεμιστές του '21, ο Μακρυγιάννης προσθέτει και τα επόμενα: «... Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» (...). Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίοι, τους κατατρέχει ο Κυβερνήτης μας κι’ο Αυγουστίνος κι’ ο Βιάρος• καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούνε πολλούς, οπούπαιζαν το μπιλιάρδο μέσα στους καφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών. Αυτήνοι βαθμολογώνται, αυτήνοι πλερώνονται βαριούς μιστούς. Οι αγωνισταί δυστυχούν. Των σκοτωμένων τις φαμελιές όποια είναι νέα την θέλει ο τάδε, σα να λέμε ο Βελήπασας, ο Μουχτάρ-πασάς, ότι δεν έχει η φτωχή να φάγη. Λευτερώθηκαν κάμποσες σκλάβες Μισολογγίτισσες κι’ από άλλα μέρη (τις λευτέρωσαν οι φιλάνθρωποι) και διακονεύουν εδώ εις τ’ Άργος και εις τ’ Αναπλιού τους δρόμους.
Των αγωνιστών οι άνθρωποι διακονεύουν και γυρεύουν να πάνε πίσου εις τους Τούρκους. Τους είχανε αυτήνοι σκλάβους, τους ντύνανε, τους συγυρίζανε και τρώγαν. Εις την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν. Από όλα αυτά, καημένη πατρίδα, δεν θα σωθούνε τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την αρετή [= «βάνουν την αρετή στα σίδερα», καταδυναστεύουν τους αγαθούς] εκείνοι οπού σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν, και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε
• μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους οπού σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς». Ότι οι ηθικές εκτροπές δεν αποτελούν τυχαία φαινόμενα, αλλά γεννιούνται από τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και από τα πρότυπα ζωής που παρέχει στο λαό η συμπεριφορά της εξουσίας είναι απόλυτα συνειδητό στον Μακρυγιάννη• όπως και το ότι ο αμοραλισμός στο κοινωνικό επίπεδο υπονομεύει την εθνική ανεξαρτησία: «Όλα τα είχαμεν, σπιγούνους δεν είχαμεν τώρα έγιναν οι περισσότεροι Έλληνες. Και δεν έγιναν μόνοι τους, τους κάνεις η Εξοχότη σου, ο Βιάρος, ο Αγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργιές πλερωμές ανθρώπων οπού δεν έχουν δικαιώματα. Των αγωνιστών πολλών τους λέτε• «Σύρτε διακονέψετε». Τότε όλοι θα γενούν σπιγούνοι. Κι αυτό το σκολείον θα φάγη την λευτεριά μας• κι αυτήνη την λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο, ότι δεν είμαστε πουλάκι να χωρέσουμεν πίσου, εγίναμε πουλί και δεν χωρούμεν».
Σε άλλο σημείο ο Μακρυγιάννης προσδιορίζει με λίγες καίριες λέξεις την κοινωνική αντίθεση που είχε δημιουργηθή αργότερα (στα 1833) ανάμεσα στους άρχοντες και στους αγωνιστές του '21 με τα ακόλουθα λόγια: «-και σ’ αυτήνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι [=μας κοίταζαν] από μακριά, όταν κιντυνεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ΄να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί [=το υννί] και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκαλα, και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι, και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου